medicine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
medicine | medicines |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]medicine (en)
- (μη μετρήσιμο) η ιατρική
- ⮡ He left medicine for the law.
- Άφησε την ιατρική για τα νομικά.
- ⮡ Medicine is fighting for the cure for cancer.
- Η ιατρική μάχεται για τη θεραπεία του καρκίνου.
- ⮡ He left medicine for the law.
- το φάρμακο, το γιατρικό
- ⮡ a bottle of medicine - ένα μπουκάλι φάρμακο
- ⮡ a cold medicine - γιατρικό για το κρυολόγημα